- προσεγγίσαν
- προσεγγίζωbring nearaor part act neut nom/voc/acc sgπροσεγγίζωbring nearaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ενγκρ, Ζαν Ογκίστ Ντομινίκ — (Jean August Dominique Ingres, Μοντομπάν 1780 – Παρίσι 1867). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 19ου αι. και ο κυριότερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Νταβίντ, του νεοκλασικού ρεύματος. Κληρονόμησε από τον πατέρα… … Dictionary of Greek
Καντόνα — (κινεζ. Guangzhou). Πόλη (6.741.400 κάτ. τo 1998) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κουάνγκ τουνγκ (197.100 τ. χλμ., 86.420.000 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τσουκιάνγκ (ή ποταμού των μαργαριταριών)… … Dictionary of Greek
Λάικα — Το όνομα του πρώτου ζωντανού όντος (πιο συγκεκριμένα, θηλυκού σκύλου) που εκτοξεύτηκε στο Διάστημα με το διαστημόπλοιο Σπούτνικ 2, στις 3 Νοεμβρίου 1957. Η συμπεριφορά του σκύλου στη φάση της εκτόξευσης και της επιτάχυνσης, καθώς επίσης και στη… … Dictionary of Greek
Μαρκόνι, Γκουλιέλμο Μαρκέζε — (Gulielmo Marchese Marconi, Μπολόνια 1874 – Ρώμη 1937). Ιταλός φυσικός, εφευρέτης της ασύρματης τηλεγραφίας. Παρότι δεν ακολούθησε κανονικές σπουδές, αφοσιώθηκε στις έρευνες των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και έγινε δεκτός στο εργαστήριο φυσικής… … Dictionary of Greek